Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω  

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

αναπηρεία, η

         
disability

         

Ερμηνεία:

Αναπηρία είναι μια κατάσταση , κατά την οποία ένα άτομο έχει μια σωματική ή πνευματική βλάβη, που περιορίζει ουσιαστικά μία ή περισσότερες σημαντικές δραστηριότητες της ζωής. Ανάπηρο είναι το άτομο, το οποίο  έχει ιστορικό μιας τέτοιας αναπηρίας ή ένα άτομο που γίνεται αντιληπτό από άλλους, ότι έχει μια τέτοια βλάβη.



Ετυμολογία:



Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:

Sexuality and Disability in Adolescents. Holland-Hall C, Quint EH.Pediatr Clin North Am. 2017 Apr;64(2):435-449.

Disability identity and allyship in rehabilitation psychology: Sit, stand, sign, and show up. Forber-Pratt AJ, Mueller CO, Andrews EE.Rehabil Psychol. 2019 May;64(2):119-129.

Initial factor exploration of disability identity. Forber-Pratt AJ, Merrin GJ, Mueller CO, Price LR, Kettrey HH.Rehabil Psychol. 2020 Feb;65(1):1-10. 



Συνώνυμα:





 Δείτε σχετικές φωτογραφίες της Google »


© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Ωτορινολαρυγγολόγος, Οδοντίατρος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών


Άλλες λέξεις στην κατηγορία Ιατρική της εργασίας: